- ανακουρκουδίζω
- αμετ. сидеть на корточках
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανακουρκουδίζω — κάθομαι ανακούρκουδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακούρκουδα. ΠΑΡ. ανακουρκούδισμα] … Dictionary of Greek
ανακουρκούδισμα — το [ανακουρκουδίζω] το να κάθεσαι ανακούρκουδα … Dictionary of Greek